- πινακιαῖος
- πῐνᾰκ-ιαῖος, α, ον,A of the size or thickness of a πίναξ, Hippiatr.104.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πινακιαίος — α, ον, Α όμοιος με πίνακα, ισοπαχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, ακος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. βαθμ ιαίος)] … Dictionary of Greek